Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η τόλμη, η ενοχή και η μοναξιά του ποιητή



Ο αιώνας στον οποίο είδαμε όλοι το φως εξέπνευσε, οι ιστορικές περιστάσεις που τον κηλίδωσαν περνούν πια στη δικαιοδοσία της πιο αντικειμενικής Μούσας, της Κλειώς, και τα ηρωικά πρόσωπα που λατρέψαμε μέχρις αυτοθυσίας, είτε πολεμήσαμε, είναι ανίσχυρα πλέον να κρατήσουν τη θέση τους ακόμη και στα μαυσωλεία. Από μιαν άποψη, το ρεύμα που ονομάζεται σήμερα «μεταμοντέρνο» είναι μια απόπειρα των καιρών να χαλιναγωγήσουν τη χθεσινή σπατάλη των συναισθημάτων και του αίματος που τροφοδότησε ο μοντερνισμός, να αφήσουν πίσω τους τα ιστορικά αδιέξοδα, να περιορίσουν τις ιδεολογικές εμμονές του παρελθόντος, αφήνοντας τόπο για την άρθρωση μιας πολλαπλότητας λόγων και ιδεών, πράγμα που προεξαγγέλλει, αν δεν υλοποιεί κιόλας, το πέρασμα στο αίτημα του Κ. Πόπερ, για μιαν «ανοιχτή κοινωνία» - πέραν της τυραννίας των φιλοσόφων που ορκίστηκαν κυβερνήτες και κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Δεν ξέρω τις κλιματικές συνθήκες που θα επικρατήσουν, μετά την παγίωσή της, σ' αυτή την ανοιχτή κοινωνία των εναλλακτικών λόγων και των εναλλακτικών θεραπειών, κι αν θα αξίζει κανείς να τη ζει. Κι αν δεν καραδοκεί ακόμη ο κίνδυνος η ελευθερία λόγων και επιλογών που επαγγέλλεται να στερεοποιηθεί σύντομα σαν μια αναγκαστική ελευθερία, γεγονός που καταλαβαίνουμε όλοι πως δεν θα είναι παρά μια δουλεία από την ανάποδη. Στο κάτω κάτω της γραφής, η εξάρτηση -το τόσο ανησυχαστικό αυτό σημαίνον της εποχής μας- είναι τάχα κάτι άλλο από μιαν αναποδυγυρισμένη ελευθερία, από μια γκριμάτσα της αυτεξουσιότητας, από μια νέα πανίσχυρη εξουσία όχι έξω και πάνω από μας, αλλά μέσα στις ίδιες τις φλέβες μας; Η ανοιχτή κοινωνία δεν εξασφαλίζεται σίγουρα με το απλό ξεκλείδωμα μιας πόρτας, που η λαχτάρα των οριζόντων του περασμένου αιώνα έβρισκε πάντα κλειστή και άγρυπνα φρουρούμενη με το ντουφέκι και την ψευδή συνείδηση. Κι έξω απ' την πόρτα δεν περιμένει αμέσως το παραδείσιο όνειρο - ας αφήσουμε το ότι παράδεισος μπορεί τελικά και να μην υπάρχει.

Οπωσδήποτε όμως παραδεχόμαστε πως η δική μας πολιτική κοινωνία, όπως έβγαινε από τις συνεχείς αναστατώσεις της και τα αιμοτοκυλίσματά της, παραήταν κλειστή. Το πόσο κλειστή ήταν το έδειχνε ήδη από νωρίς στον τόπο μας η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, αυτοκτονία που παρααποδόθηκε σε ψυχολογικά αίτια, αν και η αλήθεια είναι ότι (στην επιπόλαιή της τουλάχιστον ανάγνωση) δεν έδειχνε ανοιχτά το πολιτικοκοινωνικό της περιεχόμενο. Δεκαπέντε χρόνια μετά το ατυχές συμβάν της Πρέβεζας οι Ελληνες έπαψαν να αυτοκτονούν κι άρχισαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα όχι εκείνο που περίμενε ο Μαρξ (ερμηνεύοντας τη βία του εμφύλιου πολέμου σαν μαμή της Ιστορίας), αλλά μάλλον εκείνο για το οποίο έτρεφε μαύρα προαισθήματα ο Διονύσιος Σολωμός, όταν έγραφε:

Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά.

Η πνευματική προσωπικότητα του Μανόλη Αναγνωστάκη, όπως και το καίριο ποιητικό του έργο, ανατέλλουν μαζί με τις νεο-ρομαντικές ελπίδες, αλλά ωριμάζουν πραγματικά μέσα στην Ελλάδα του Εμφυλίου και στις επόμενες παγωμένες μετεμφυλιακές δεκαετίες. Και είναι «κλειστές» από παντού αυτές οι δεκαετίες - κλειστές στα δύο άσπονδα μετερίζια τους, καθώς η ανασφάλεια εδώ και το φάσμα της ήττας εκεί τροφοδοτούσαν την αστυνόμευση σωμάτων και πνευμάτων, τον παραλογισμό των δηλώσεων νομιμοφροσύνης και την κομματική ενδοστρέφεια.

Ολοι όσοι έζησαν εκείνη την εποχή του 1950 και του 1960, ήθελαν δεν ήθελαν, την έζησαν σαν εποχή μιας υπνωτικής πειθαρχίας της πολιτικής (για να μην πω της ανθρώπινης!) συνείδησης στην ασυνείδητη κι εξουθενωτική συνθηματολογία. Η εξ αίματος ή η εξ αγχιστείας συγγένεια υπερτιμήθηκε, αφού τόσο η μία όσο και η άλλη μπορούσαν με συνοπτικές διαδικασίες να σε ξαποστείλουν στο ξερονήσι είτε στο γκούλαγκ. Οι παραμυθιασμένοι δεν έβλεπαν το προφανές, σαν τα παράθυρα που ανοίγουν στο φωταγωγό και νομίζουν πως αναπνέουν καθαρόν αέρα. Η κριτική γνώμη ταπεινώθηκε και η ζητωκραυγή πρωταγωνίστησε -ακόμη κι όταν δεν ήξερε τι ακριβώς ζητωκραυγάζει. Σε μια γιορτή της Κόκκινης Πλατείας κάποιος απ' την εξέδρα -αφηρημένος ή φαρσέρ- εφώναξε: «Κάτω οι εχθροί του κεφαλαίου!». Και η μυριόστομη κραυγή των «εργατών» ανέβηκε στα ύψη: Κάτω! Κάτω!...». Οι εισαγγελείς στις δικές της Μόσχας θα μπορούσαν μια χαρά να είναι οι στρατοδίκες του Μπελογιάννη. Μία δεκαετία μόλις χωρίζει το «χαφιέ» Νίκο Πλουμπίδη απ' τον «αχαΐρευτο αλήτη» ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκι κι απ' το δαχτυλοδεικτούμενο μικρομπουρζουά εστέτ Μπορίς Πάστερνακ. Το 1959, στο πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού που θα φιλοδοξήσει να ανασυντάξει τις μουδιασμένες πνευματικές δυνάμεις και να αποτελέσει έκδοση «μελέτης και κριτικής» (διάβαζε: εξόδου από τις συνθήκες ασφυξίας), ένας δόκιμος ήδη, αν και με μετρημένο έργο, ποιητής, ένας γιατρός με καταδίκη επί έσχατη προδοσία και με ειδικότητα τη διάγνωση, που είχε γράψει προ ετών τους στίχους

Φίλε, αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά δείξε μου κάποιο δρόμο. Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω,

δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο ακριβώς «Η υπόθεση Πάστερνακ». Το whom it may concern.

Θα πρέπει να περιδιαβάσει ο σημερινός αναγνώστης το άρθρο αυτό στην γκρίζα ιστορική του προοπτική, για να αναγνωρίσει την αγωνία του, την εντιμότητα και την τόλμη του - χαρακτηριστικά που δεν είναι ιστορικά αυτονόητα ούτε καν στους μάρτυρες της επιστήμης. Η αγωνία του απορρέει από τη λανθάνουσα σχεδόν έγνοια του γιατρού ποιητή αν η καλλιτεχνική δουλειά θα μπορέσει ποτέ, ακόμη και μέσα στο νικηφόρο σοσιαλισμό, να χειραφετηθεί από την πολιτική σκοπιμότητα. Η εντιμότητά του έγκειται στο ότι δεν προσφεύγει στον ευκολοφόρετο μανδύα τού πολιτικά «απογοητευμένου», δεν συνθηματολογεί και δεν επείγεται να αποκηρύξει την ιδεολογική του ταυτότητα, καίτοι από ιδιοσυγκρασία αλλεργικός απέναντι στη ζντανοφική βαρβαρότητα. Και η τόλμη του; Τόλμη του ήταν να τα βάλει μ' ένα ολόκληρο πνευματικό κλίμα, το κλίμα της δικής του πολιτικής όχθης, που κάθε άλλο παρά κατοικούνταν τότε από μια κριτική φυλή. «Η υπόθεση Πάστερνακ... είναι... σύμπτωμα μιας μεταβατικής ακόμα περιόδου, που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει και που δεν αποκλείεται να επαναληφθεί με άλλα πρόσωπα και άλλα δεδομένα. Γιατί στο βάθος, εκείνο που μένει ακόμα ανοιχτό είναι το επίμαχο πρόβλημα της (ούτως ή άλλως) "διευθυνόμενης τέχνης", το πρόβλημα του καθορισμού των "νόμιμων" ορίων, μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο παρεμβατισμός, με όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται».

Η Κριτική του Αναγνωστάκη έβγαλε μέσα σε τρία κρίσιμα χρόνια 18 τεύχη και αποχώρησε από την σκηνή (για λόγους που ανάμεσά τους έπαιξε σοβαρό ρόλο και η λειψανδρία) με το εξής σημείωμα: «Η Κριτική αφήνει πίσω της μια μικρή ιστορία. Ας μας αμφισβητήσουν την "ποιότητα", ή ας μη συζητήσουμε καθόλου το τυχόν "επίτευγμα". Ας μας μείνει όμως η ικανοποίηση κάποιου παραδείγματος». Η τελευταία λέξη είναι υπογραμμισμένη - και δεν της λείπει κάποια πρόκληση και πίκρα. Και η αλήθεια είναι πως εκείνο που χρειαζόταν ήταν ακριβώς ένα αφυπνιστικό παράδειγμα. Και μιλώ τώρα όχι με στενά πολιτικούς, αλλά με πνευματικούς, θα πρόσθετα μάλιστα με «ποιητικούς», όρους. Διότι ο γιατρός αυτός της λογοτεχνίας μας (γιατρός ακόμη και στην τυπική κακογραφία του...) υπήρξε παραδειγματικός κυρίως στην ποίησή του, μια ποίηση γραμμένη σταλαγματιά σταλαγματιά, που η αρετή της βρίσκεται στο ότι αφήνει αδέσμευτο να ειπωθεί αυτό που δεν είπε απερίφραστα ούτε η σχολιογραφία του ούτε η αντιδογματική κριτική του.

Με την κατάχρηση που έχει γίνει τελευταία του όρου «ποίηση της ήττας», εγκλωβίζοντας την ήττα του ανθρώπινου προσώπου σε συγκεκριμένη ιστορική περιπέτεια του τόπου μας, δεν ξέρω αν θα ήταν επαρκές το πλαίσιο αυτό για να περικλείσει την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη -τουλάχιστον μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και να κρυφτεί στο ψευδώνυμο ενός κατά το μάλλον ή ήττον κυνικού Μανούσου Φάσση. Οι εκφραστές της ποίησης της ήττας που γνωρίζω βγαίνουν στην αγορά πολύ εξομολογητικοί, πολύ σπαραχτικοί, πολύ αξιοπρεπείς, πολύ σοβαροί, μα τους λείπει συχνά το λεπτό ειρωνικό πνεύμα που χαρακτηρίζει εκείνον ο οποίος αναγνωρίζει ότι οι ορίζοντες της γενιάς του υπήρξαν ιδεολογικό Mirage κι ότι, ενώ ο ίδιος έσπασε τα μούτρα του, έρχονται για τον άλλο κόσμο αμέριμνες ημέρες, μετανομασμένοι δρόμοι, ανοιχτά παράθυρα:

α'

Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες ανοίξαν τα παράθυρα. Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα σκουπίδια

Αρχισε πάλι η ζωή, οι εγγραφές στους συλλόγους και στα ινστιτούτα

Οι αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα έργα στους κινηματογράφους

Οι αγγελίες στις εφημερίδες. Πέρασε πια η κακή αποκρηά

Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα λησμονήθηκαν

Και το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει για την μετονομασία των οδών.

β'

Εσύ μόνο το ξέρεις

Πως χάνεσαι τώρα πώς βουλιάζεις

Μέσα στα ωραία χρόνια στ' άσπρα πουκάμισα

Στ' άσπρα χαμόγελα στ' άσπρα καινούργια βιβλία...

Η Μοίρα μας, λέει πικρόχολα ο ποιητής, ανοίγεται θαυμάσια: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, από εκεί επίσης δρόμος... Μόνο που στους δρόμους αυτούς η ποιητική πράξη, που ίσως είναι η πολυτιμότερη πράξη στον κόσμο, έχει χάσει πια το σθένος της και την εμβέλειά της - κατά κάποιον τρόπο δαμάστηκε με τη δική της ευθύνη και από τις ευθύνες της ζωής, προς τι να γυρεύει ένα Θερμιδώρ για να του φορτώσει τις ευθύνες της ήττας;

Στ' αστεία παίζαμε.

(...)

Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα

Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δεν ιδεαλιστικοποιώ την ποίηση. Και μιλώντας παραπάνω για ποιητική πράξη, που έχασε το κοινό της και την έχασε το κοινό της, πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν παραπέμπω μόνο στο «είδος» ποίημα, αλλά σε ό,τι δημιουργικό βγαίνει απ' την ανθρώπινη παρουσία και συνδέεται οργανικά με το ρήμα «ποιώ» (γι' αυτό δεν αρκούνται στην «αριθμητική των ιδεών» οι ποιητές και οι γιατροί). Είναι η ανθρώπινη παρουσία που βλέπει συρρικνωμένη και ταπεινωμένη, τώρα που όλοι «βρήκαμε τον τρόπο μας», όταν γράφει ο ποιητής για όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πια.

Ο κόσμος στον οποίο μαντρωθήκαμε -επαίτες μιας άλλης ζωής που λιγότερο μας την κλέψανε και περισσότερο της φανήκαμε ανάξιοι- είναι υγιέστατος και στέρφος, μακάριος και ασυνείδητος, ασφαλής κι αναλφάβητος, υπερκινητικός και κορεσμένος, εν πάση περιπτώσει απρόθυμος για τα ποιήματα κι ανέκφραστος ποιητικά. Η μετεμφυλιακή κοινωνία, χάνοντας το όραμά της (και καλά έκανε που το έχασε...), έγινε ανοιχτή, αλλά έχασε ταυτόχρονα και την ενότητά της, ας πούμε την ενότητα που επιβάλλουν οι εποχές της τραγωδίας. Σώθηκαν πολλοί - αν λέγεται σωτηρία αυτό. Μα το status του ποιητή είναι η ενοχή κι η μοναξιά του. Το να δηλώνει και τις δύο είναι η τελευταία δόξα του, το υστερόγραφο της ποίησης, η τελευταία πράξη ανθρωπιάς του.

Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,

αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραψε κάποτε: «Ολα τα πράγματα δείχνουν πως η Ποίηση έπαψε πια να είναι αυτό που άλλοτε ήταν. Γιατί αν η Ποίηση σήμερα είναι απλά μια αίρεση μέσα στο γενικό κορμό της Τέχνης, η Ποίηση κάποτε ήταν αυτή η ίδια η Τέχνη...». Το πρόβλημα από δω και πέρα είναι, συνεχίζει, το τι απομένει ακόμα για την Ποίηση. Ο Καρυωτάκης της «κλειστής», όπως προανέφερα, κοινωνίας είδε πως δεν της απομένει της ποίησης τίποτα κι αφού έβγαλε με τέσσερα-πέντε παράφωνα τελευταία ποιήματα το άχτι του, έφυγε και από τη ζωή και από την ποίηση. Θεωρώ τον Αναγνωστάκη επίγονό του μέσα στην «ανοιχτή» κοινωνία -επίγονο με την έννοια της επανεκτίμησης των φαντασμάτων και των αξιών (και, εν τέλει, της απομυθοποίησης των πρώτων και της απαξίωσης των δεύτερων). Επαψε κι αυτός να γράφει ή, για να είμαι ακριβέστερος, να δημοσιεύει από νωρίς ποιήματα: αδυνατώντας να βρει κάτι σπουδαίο που να απομένει ακόμη για την ποίηση, τι μπορεί να κάνει ο ίδιος με τη μαραζιάρα την ποίηση, τι ο κόσμος αφήνει την ποίηση να του προκαλέσει. Δεν μιλάμε λοιπόν, προκειμένου για τον Αναγνωστάκη, για την περίπτωση μιας ιστορικής ήττας, στον Γράμμο ή στη Μακρόνησο. Μιλάμε για το συμπέρασμα μιας εξοχής ποιητικής ευαισθησίας, για την έξοδο μιας εν κρίσει συνείδησης, που λογοδοτεί για τις δικές της χίμαιρες, μα δεν καταδέχεται τις δικές μας. Και βάζει κάποτε τελεία. Γιατρός είναι και ταιριάζουν οι παρομοιώσεις των γιατρών: ο Μανόλης Αναγνωστάκης, έχοντας βγάλει προς βιοπορισμόν δεν ξέρω πόσες χιλιάδες ακτινογραφίες, μας αφήνει υποθήκη την πιο προσωπική του ακτινογραφία, όπου εναπόκειται σε μας να διακρίνουμε τις σκιές και το φως.


ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/11/2001


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου