Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010


Υποδειγματική διδασκαλία νεολληνικού κειμένου της Γ ΄Λυκείου. Δημήτρης Χατζής.

September 21, 2007 By: Χαρά Κοσεγιάν Category: Φιλολογικά Θέματα
Χαρά Κοσεγιάν , δ.φ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Ο δημιουργός και το έργο του
Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1914, μέσα στη βουή του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και ανδρώθηκε στον δεύτερο. Ο παππούς κι ο πατέρας του ήταν τυπογράφοι: «Τρεις γενιές γραφιάδες και τυπογράφοι», έλεγε χαριτολογώντας ο ίδιος για την οικογένειά του. Φοιτητής εγκατέλειψε τη γενέτειρα πόλη κι ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει Νομικά. Αλλά διέκοψε τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους, ενώ στη συνέχεια εξορίστηκε από τη Μεταξική Δικτατορία. Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής αγωνίστηκε υπέρ της απελευθέρωσης της πατρίδας του. Τότε πρωτοεμφανίζεται και στα γράμματα: η συλλογή από τρία αυτόνομα διηγήματα που κυκλοφόρησε το 1946, [«Φωτιά», «Πόλεμος», «Δρόμος»] ,έχει θέμα της τους ασθενέστερους οικονομικά, που ζουν το δράμα τους στην κατοχή και αγωνίζονται στην αντίσταση.
Η δίνη του εμφυλίου που ακολούθησε το αντάρτικο τον έδιωξε μετανάστη πρώτα στη Ρουμανία, μετά στην Ουγγαρία, στη συνέχεια στο Ανατολικό Βερολίνο για να καταλήξει στην Ουγγαρία, όπου έμεινε ως το 1973, οπότε βρέθηκε στη Γενεύη. Στη διάρκεια της εξορίας του σπούδασε Ελληνική φιλολογία, εργάστηκε ως ερευνητής, ενώ δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Εκείνα τα χρόνια [πρώτη έκδοση στο Βουκουρέστι , 1952] εκδίδονται «Το τέλος της μικρής μας πόλης», μια συλλογή από εφτά διηγήματα [:Ο Σιούλας ο Ταμπάκος, «ο Τάφος», «Σαμπεθάι Καμπικλής», «Η θεία μας η Αγγελική», «Ο Ντετέκτιβ», «Η διαθήκη του Καθηγητή», «Μαργαρίτα Περδικάρη»], όπου ζωντανεύει ο χαρακτήρας μιας επαρχιακής μας πόλης, που φανερα είναι τα Γιάννενα, η οποία σταδιακά αλλοτριώνεται κάτω από την επιδραση της μηχανής και την ανάπτυξη του κεφαλαίου. Με αναφορα πάλι στους απλούς ανθρωπους είναι και η επόμενη συλλογή του , «Οι Ανυπεράσπιστοι», που εκδίδεται το 1966.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα επανήλθε στη χώρα του , μετά από 25 χρόνια εξορίας, όπου γνωρίζει την αναγνώριση ως αγωνιστή, αλλά κι ως συγγραφέα. Τότε [1976] κυκλοφορεί το «Διπλό Βιβλίο», μια καταγραφή εμπειριών των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία , όπου ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζοντας τα δικά του βιώματα από την παραμονή του στις Ανατολικές χώρες. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και η συλλογή «Σπουδές» , «διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα», όπου για πρώτη φορά δημοσιεύονται μόνο τα δύο. Ακολουθεί το 1979 η «Θητεία», αγωνιστικά κείμενα της περιόδου 1940-1950, ενώ έγραψε και μελετήματα για τη γλώσσα και την πολιτική που εκδόθηκαν το 1975.
Το 1980 διευθύνει το περιοδικό «Το Πρισμα», μια «Έκδοση Επιλογής από την Παγκόσμια Λογοτεχνία , που κλείνει στο τέταρτο τεύχος με το θάνατό του,το 1981.

Κριτική για το έργο του:
Η κριτική γενικά υποδέχτηκε το έργο του Δημήτρη Χατζή ευνοϊκά. Θεωρείται από τους αξιολογότερους κοινωνικούς πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Ο Χατζής, και λόγω της ιδεολογικής τοποθετησής του, εξέφρασε τους φτωχούς, μα περήφανους ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου που προτιμούν να φύγουν αναζητώντας καλύτερη τύχη, παρά να κακομοιριάζουν και να μεμψιμοιρούν. Δεν σημαίνει πως απ‘ αυτή τη μάχη ο άνθρωπος βγαίνει κερδισμένος. Αξία όμως έχει ότι αγωνίστηκε και μέσα από την ήττα του ακόμα, μεταφέρει ένα μήνυμα. Η σύγκρουση ανθρώπου- μηχανής είναι για το Χατζή το κομβικό σημείο αλλαγής του κόσμου εκείνη την περίοδο, η αιτία της αλλοτρίωσης του ατόμου αρχικά από τα πράγματα, και στη συνέχεια από τον ίδιο του τον εαυτό, και με το έργο του την καταδεικνύει, διδάσκει υπερηφάνεια κι απαιτεί καλύτερη ζωή.
Στο «Διπλό Βιβλίο», το αίτημα της καλύτερης ζωής οδήγησε τους ανθρώπους μακριά από τα σπίτια τους , στα εργοστάσια της Κεντρικής Ευρώπης, για να ζουν σε μικρά κλουβιά, με άθλιες συνθήκες δουλεύοντας αδιαμαρτύρητα, ασταμάτητα, στην «ίδια νόρμα»,σε χώρους που περισσότερο μοιάζουν με φυλακές, ο Χατζής, απογοητευμένος και από τη μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα , αλλά κι από τη διαμορφωμένη κατάσταση στον κόσμο, που μοιραία οδηγούν στη σκλαβιά και στην εξαθλίωση τον καθημερινό άνθρωπο, εκφράζει τον πόνο του και ολόγλυφα παρουσιάζει τους «ηττημένους».
Στο «Τέλος της Μικρής μας πόλης» είναι ήδη φανερή η θλίψη από την κοινωνική διάβρωση και τη σήψη που προκαλεί η αυθαιρεσία του οικονομικού κεφαλαίου. Ο συγγραφέας συμπάσχει με το εσωτερικό δράμα των προσώπων του που είναι καταδικασμένοι να αφανιστούν μαζί με την κοινωνική ομάδα που τους έχει δημιουργήσει..
Στους «Ανυπεράσπιστους» είναι πιο έντονο το ότι οι αδύνατοι κι οι κατατρεγμένοι μένουν ακάλυπτοι στις νέες συνθήκες. Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του λέει: «[…] ο άνθρωπος ατομικά, μέσα σ’ αυτήν την εποχή που περάσαμε , όπως και οι ήρωες της Φωτιάς , βρίσκει μια δικαίωση προσωπική. Είναι μια εποχή όπου οι άνθρωποι ζουν , δεν είναι ανυπεράσπιστοι, είναι υπερασπισμένοι μέσα στο ιδανικό τους , στην αυταπάτη τους, αν θέλεις , μέσα στο θρύλο, όπως λένε μερικοί άλλοι, στα είδωλα… Στη Μικρή μας πόλη υπάρχει ένας κόσμος που πιστεύει και δεν πιστεύει . Στους Ανυπεράσπιστους είναι ένας κόσμος που κλονίστηκε πια, δεν πιστεύει πια , δεν έχει αυταπάτες, δεν έχει πού να σταθεί…»
Κέντρο του έργου του Χατζή είναι ο άνθρωπος. Οι επιρροές του είναι από τον Ντοστογιέφσκυ και στρέφεται στο ψυχογράφημα και την ηθογραφία. Χρησιμοποίησε ρεαλιστική γραφή κι ακολούθησε την παράδοση, χωρίς διάθεση ρομαντική ή λαογραφική. Οι ήρωές του είναι παρμένοι από τη σύγχρονη αστική ή μικροαστική κοινωνία, κι είναι μορφές που ο συγγραφέας έπλασε με αγάπη κι ίσως ν’ αποτελούν πτυχές της ζωής του ή της προσωπικής του διαδρομής. Πάντως τους αγάπησε και τους περιβάλλει με συμπάθεια, συμπορεύεται και αγωνιά μαζί τους, γι ‘αυτό και στον αναγνώστη μεταφέρει το ίδιο συναίσθημα της συμπάθειας και της ζεστασιάς.
Με συγκλονιστικό τρόπο απέδωσε θαυμάσια τα πρόσωπα στο Σιούλα τον ταμπάκο ή το Σαμπεθάι Καμπικλή, που ο Σαχίνης θεωρεί τα «αριστουργήματα της πεζογραφίας του. Αλλού, πάλι, πλάθει τέλειους χαρακτήρες, αν` και φαίνεται βεβιασμένο[ όπως η Μαργαρίτα Περδικάρη], ενώ αλλού οι ήρωές του μένουν ανολοκλήρωτοι, λειψοί, σαν ο συγγραφέας να μη θέλησε, να μη μπόρεσε, να μην άντεξε να τους τελειώσει. Αναφέρομαι στους «ηττημένους τύπους» του Διπλού Βιβλίου. Λέει ο ίδιος στον Επίλογο στο Πρωτο Βιβλίο: «…τα πρόσωπά μου, αυτά τα λίγα πρόσωπα του βιβλίου μου που τόσο τ’ αγάπησα. Δεν τα τέλειωσα, δεν τα ολοκλήρωσα, το ξέρω. Είναι όλα γύρω μου απόψε και με κοιτούνε. Μια δικαίωση περιμένουν από μένα. Δεν έχω να τους τη δώσω. Το μικρό δωμάτιο της μοναξιάς μου γέμισε από τη λύπη τους…δυο γενιές νικημένες…»
Η απογοήτευση εγκαταστάθηκε στην ψυχή του Χατζή και πέρασε και στους ήρωές του, για ιδανικά που δεν δικαιώθηκαν, για αγώνα που δεν τέλειώθηκε, για ανθρώπους που μέρα με τη μέρα βυθίζονται περισσότερο στη φθορά, την ασημαντότητα και την ανυπαρξία. Είδε την κοινωνία ν’ αγριεύει και τρόμαξε κι αυτός σαν τους καλούς ήρωές του, που δεν τους συνέχισε , δεν άντεξε να τους φτάσει μέχρι το τέλος [: ποιο θα ήταν άραγε το τέλος τους; Ως πού μπορεί να φτάσει ο ίδιος ο συγγραφέας πρόσωπα που για χρόνια «ταξίδεψε» μαζί τους, που τους έπλασε ο ίδιος και είδε να τον παρασέρνουν στα πιο μεγάλα βάθη;]. Αυτό συνέβη και δεν ισχύει – ας μας επιτραπεί- αυτό που ισχυρίζεται ο Σαχίνης ότι συμβαίνει, πως ο Χατζής, δηλαδή, «δεν έχει το ευρύ στέρνο του γνήσιου μυθιστοριογράφου, του πληθωρικού αφηγητή που θ’ αδράξει τη ζωή από τα μαλλιά και θα την αναπλάσει με το βόμβο και τον παλμό της…Το διπλό βιβλίο είναι έργο σχηματικό, κομματιαστό, αποσπασματικό…» Το ξέρει κι ο συγγραφέας και μας προειδοποιεί: « Τους βλέπω πολύ καλά τους σπασμένους αρμούς του βιβλίου μου…Η εικόνα που δεν τελειώνεται μέσα στη σημερινή ελληνική κοινωνία, η σημερινή ελληνική κοινωνία που δεν τελειώνεται μέσα σ’ αυτήν. Δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που ‘ναι πίσω δεν φαίνεται καθαρά – οι δυνάμεις , οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό…Δεν είναι ακριβώς ερείπια, -είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το ‘να με τ’ άλλο.»
Αυτή όμως είναι και η ομορφιά και η ιδιαιτερότητα της γραφής του: οι ίδιοι οι ήρωες στη ζωή δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ: αυτός άριστα απεικόνισε τη ζωή τους. Κι αυτή κομματιασμένη, χωρίς ραχοκοκκαλιά, σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Όλα αυτά άλλωστε δίνουν στο βιβλίο το χαρακτήρα του «σταθμού στον αφηγηματικό λόγο των λογοτεχνών στην Ελλάδα» .
Ο συγγραφέας είναι ρεαλιστής. Απεικονίζει πιστά, σχεδόν φωτογραφικά την πραγματικότητα , σε λόγο λιτό, καθημερινό, καθαρό. Στόχο έχει να «δείξει» και να «διδάξει» . Από πολλούς μάλιστα χαρακτηρίζεται από αυτό που ονομάζεται «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», δεδομένου ότι έχει σταθερό ιδεολογικό προσανατολισμό
και σε μεγάλο βαθμό η πεζογραφία του είναι στρατευμένη. Ωστόσο, γενικότερα ομολογείται ότι αυτό δεν αντιβαίνει σε βάρος του αισθητικού αποτελέσματος. «Καθώς βαθαίνει στη μελέτη του καλλιτεχνικού φαινομένου- υποστηρίζει ο Παγανός, απορρίπτει βαθμιαία τα ρητορικά χαρακτηριστικά και τις υπερβολές αυτού του κινήματος[ του σοσιαλιστικού ρεαλισμού], αλλά μένει πιστός στο πνεύμα του. Είναι συνειδητά στρατευμένος, αλλά αγωνίζεται ως άξιος δημιουργός να μην επιτρέψει στον ιδεολόγο να απορροφήσει το λογοτέχνη.» γι’ αυτό υποστηρίζει ο ίδιος και αλλού: «Ποιοτικά, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου, που έρχεται να συνδεθεί με τη σπασμένη παράδοση του κοινωνικού ρεαλισμού και να την ανανεώσει, κατατάσσει το συγγραφέα του σε μια από τις πρώτες θέσεις των μεταπολεμικών πεζογράφων».
Σε όλο του το έργο, φανερώνει μια νοσταλγία για ό,τι καλό φεύγει [θα τη δούμε και στον Σιούλα τον Ταμπάκο] και χάνεται οριστικά, μια πίκρα που τίποτα δεν τ’ αντικαθιστά, αλλά και μια κρυφή αισιοδοξία πως ίσως αλλάξουν τα πράγματα , ίσως ο κόσμος ξαναβρεί την ανθρωπιά του. Λέει ο ίδιος για τη νέα Ελλάδα που βρήκε όταν γύρισε το 1974, μετά τη σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου στην παραπάνω συνέντευξη: «Δεν ξέρω [ποια είναι σήμερα η Ελλάδα]. Αυτό το δεν ξέρω είναι μια στάση, αναζήτηση και εναντίωση, απέναντι σε πολλούς άλλους που με πολλή πεποίθηση στον εαυτό τους έχουν να σερβίρουν μια Ελλάδα δικής τους κατασκευής , αρχαιοελληνική, ελληνοχριστιανική, βυζαντινή ή λαϊκιστική…[έχω την αίσθηση] πως χωρίς να ‘μαστε Ευρωπαίοι και χωρίς να’ μαστε πια χωριάτες ή ανατολίτες , βρεθήκαμε ολότελα ξαφνικά μέσα σε μια καταναλωτική κοινωνία που μας αλέθει , άτομα και κοινωνία…»
Δύο διηγήματα του Χατζή ανέβηκαν με διασκευασμένα στο θέατρο: «Η Μαργαρίτα Περδικάρη», με τίτλο «Καληνύχτα Μαργαρίτα» (σε διασκευή του Γ. Σταύρου) που ανέβασε με εξαιρετική επιτυχία ο θίασος Στέφανου Ληναίου- Έλλης Φωτίου και η «Διαθήκη του Καθηγητή» που ανέβηκε από το Θεσσαλικό Θέατρο.
Το Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ [: διήγημα σε αποσπασματική μορφή]
Ένταξη του διηγήματος
Το «Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ» περιέχεται στη συλλογή Σπουδές , που σημαίνει ασκήσεις, μελέτες. Γι’ αυτό το λόγο τα πέντε από τα έξη διηγήματα της συλλογής , όπου ο συγγραφέας μέσα από τους μύθους κάνει σχόλια, επιγράφονται «Μια ερμηνεία σε πέντε θέματα», ενώ το 4ο έχει το σαφή τίτλο «Μικρό σχόλια για την Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
Σε αυτές τις μελέτες ο συγγραφέας δεν αναζητά να κάνει μια αναπαραγωγή των ίδιων πραγμάτων. Είναι προσπάθεια αλλαγής κατεύθυνσης, άλλης προοπτικής, αν και, όπως υποστηρίζει ο Τζιόβας, δεν μπορεί ο Χατζής να ξεφύγει από το άγχος «της διάψευσης» που βασάνισε τη γενιά του .
Το «Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ» περισσότερο φαίνεται για «δοκίμιο περί τέχνης» -έχει εξωτερικά τη μορφή ενός άψογου δοκιμίου -που προσεγγίζει θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ζωής του καλλιτέχνη, ενώ ταυτόχρονα συνδυάζεται και με το διήγημα. Ο ίδιος ο Χατζής θεωρεί πως σε αυτό προσπάθησε να παρουσιάσει «την αντίληψή του για την τέχνη, τη λειτουργία της , τις υποχθόνιες και μυστικές δυνάμεις που οδηγούν στο τελειωμένο έργο» , τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ομολογεί πως «η τέχνη ολόκληρη είναι μια κατασκευή, μια έλλογη κατασκευή».
Κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία είναι η ομώνυμη του τίτλου Ουγγαρέζα γλύπτρια, το έργο της οποίας θαυμάζει ένας ανώνυμος ερασιτέχνης της αφηρημένης γλυπτικής τέχνης, και ο οποίος σε πρώτο πρόσωπο αναλαμβάνει την ξενάγησή μας στον ιδιωτικό χώρο και στην ζωή της. Το συγγραφέα απασχολεί από τη μια η σχέση ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην πραγματικότητα κι από την άλλη, η σχέση ανάμεσα στο έργο τέχνης και στη ζωή του καλλιτέχνη.
Σύμφωνα με τον αφηγητή, που φαίνεται πως είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, «ο καλλιτέχνης πασχίζει με το έργο του να δώσει μορφές , όχι αντιγραφοντας τη φύση, αλλά τέτοιες όπως θα τις ήθελε μέσα στη φύση αντιτάσσοντας στην αμορφία τη μορφή. Η βασική αυτή ιδέα που μας πηγαίνει στο θεωρητικό πρόβλημα της αναφορικότητας, μορφοποιείται με τη σύλληψη του μαρτυρικού προσώπου της Ιζαμπέλας Μόλναρ».
Το θέμα
Στο θέμα μας εισάγει, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας θαυμαστής της γλύπτριας, που φανερά είναι η persona του συγγραφέα. Χαίρεται και θαυμάζει τα αγάλματά της γιατί του θύμιζαν αγάλματα της Ολυμπίας, με αρμονία μέσα στη δυσαναλογία τους, με μια αλήθεια εσωτερική, που «μετριέται μόνο με τον εαυτό της». Ο αφηγητής στέκεται στην πλαστικότητα και την ιδιαιτερότητά τους, σχολιάζει την ποικιλία και την ποσότητά τους, κάνει συγκρίσεις, αναφέρει τους συνειρμούς του. Εντυπωσιάζεται από τις πολλές παραλλαγές της ίδιας μορφής, που εξέφραζαν την αναζήτηση της καλλιτέχνιδας στην προσπάθειά της να απεικονίσει καλύτερα αυτό που είχε στο μυαλό και κυρίως στην ψυχή της. Γιατί η Μόλναρ δημιουργούσε με την ψυχή της. Αυτό που κυρίως χαιρόταν όμως, ήταν ότι απ’ όλα τα αγάλματα αναδινόταν η γαλήνη, η ισορροπία του συμφιλιωμένου μέσα στον κόσμο ανθρώπου «χωρίς την ιταμότητα καμιάς πρόκλησης» απόδειξη ενός ανθρώπου που νίκησε στη ζωή του.
Ωστόσο η ίδια η γλύπτρια στην προσωπική της ζωή ήταν μια γυναίκα χυδαία, «από τη χειρότερη ανθρώπινη ποιότητα, την ευτελέστερη ανθρώπινη πάστα». Δεν είχε κάποια ακραία χαρακτηριστικά, θετικά ή αρνητικά δείγματα υπερευαισθησίας ή έπαρσης. Βρισκότανε όμως σε διαρκή καυγά , «κατινίστικη» σύγκρουση με όποιον ερχόταν σε επαφή μαζί της. Έπεφτε χαμηλά. Ευτέλιζε τον εαυτό της. Το συγγραφέα ωστόσο, τον άφηνε να την πλησιάζει. Έτσι είδε και τον πνευματικό της κόσμο κι έμεινε κατάπληκτος κι από κείνου την κενότητα και το άδειασμα: «τίποτα…ένα γύναιο αδιανόητο που φλυαρούσε ασταμάτητα.» Ούτε κι αισθητικά άξιζε η καθημερινότητά της. Το σπίτι, το νοικοκυριό , το ντυσιμό της, ήταν σφραγισμένα από το κακό της γούστο και τις κακές της συνήθειες.
Έτσι η ζωή της ήταν χωρισμένη στα δυο: από τη μια, της μεγάλης γλύπτριας και από την άλλη, της αδιανόητα κοινότατης , ιδιότροπης και κακομαθημένης γυναίκας, της πανάξιας και της ανάξιας, της ταραγμένης και της γαλήνιας , της ανισόρροπης και της ισορροπημένης. Σε μια περίεργη ζυγαριά όλ’ αυτά, λειτουργούσαν αντιστρόφως ανάλογα: όσο πιο μεγάλο το έργο της , τόσο πιο κενή κι άδεια η ζωή της. Σαν να σήμαινε, εντελώς παράλογα, μεταφυσικά ή μυστικιστικά, πως αν έφτιαχνε η ζωή της, θα χάλαγε το έργο της…
Βεβαίως τίποτα δεν μαρτυρούσε πως θα άξιζε μια τέτοια αλλαγή στη ζωή της. Γιατί και σαν γυναίκα ασήμαντη ήταν και σαν εμφάνιση κοινότατη, τίποτα μεγαλοφυές ή μεγαλειώδες, εκτός ίσως από τα χείλη της που έδειχναν «μια προσήλωση». ΄Ωσπου, γύρω στα σαράντα της, ήρθε ένας άντρας με ωραίο χαρακτήρα κι εμφάνιση που την αγάπησε κι έβαλε τάξη στη ζωή της , στην εμφάνισή της, στη δουλειά της. Η αλλαγή την έκανε ευτυχισμένη, την ηρέμησε στο πρόσωπο, την έκανε πιο ζεστή και ήρεμη με τους ανθρώπους και αντανάκλασε στο έργο της μια …δυσαναλογία, μια ανισορροπία πρωτόφαντη, αδεξιότητα, κακοτεχνία. Νέες φιγούρες μικρές, ασήμαντες κωμικές, θεατρικές, έξω από την παλιά της φόρμα και αξία. Ο θαυμαστής στέκεται αμήχανος στη νέα κατάσταση κι όταν η γλύπτρια του ζητά τη γνώμη του, δεν τολμά να πει ψέματα. Δεν μιλά καθόλου, αποχωρεί σιωπηλός. Αυτός βεβαίως απλά επιβεβαίωσε και τη δική της άποψη. Η ίδια η δημιουργός το ήξερε πολύ καλά.
Έξη μήνες μετά η Ιζαμπέλα Μόλναρ σκοτώνει με σφυρί τον άντρα της και δυο χρόνια μετά τη δίκη, κλείνεται σε φρενοκομείο, όπου συνέχισε την παλιά της ζωή σε πλήρη ανισορροπία και μόνιμη ταραχή. Ωσπου «ο καθηγητής από επιστημονική περιέργεια» της έφτιαξε ένα εργαστήριο γλυπτικής, «ένα πέτρινο κουτί» περισσότερο, ένα χαμηλό τοίχο από τούβλα, που εκεί μέσα δούλευε όλο το καλοκαίρι έργα ολόσωμα ,μεγάλα, όπως και παλιά, μέχρι που ήρθε ο Σεπτέμβρης κι άρχισε η βροχή.
Τότε, «ο πηλός άρχισε να μουλιάζει, οι γραμμές χανόντανε, τα κομμάτια του πηλού ξεκολλούσαν». Η γλύπτρια έτρεξε να σώσει τα έργα της, τ ’αγκάλιασε να τα προστατέψει κι όταν δεν γινόταν τίποτε πια, άρχισε κι αυτή να τα ξεσκίζει με τα νύχια της, ουρλιάζοντας άναρθρα. Τώρα ήταν πιο τρελή από πριν. Ένα χρόνο μετά πέθανε.
Ο αφηγητής – θαυμαστής δεν φαίνεται να συγχώρεσε τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να δει εκείνα τα αγάλματα. Επισκέφτηκε κάποτε το χώρο κι είδε το σκελετό του ενός, σταυρό πάνω στην ταφόπλακά της. Τη γλυπτική, ομολογεί , δεν την κατάλαβε ποτέ, μα εκείνη η γυναίκα συμβόλιζε μέσα του την ασίγαστη προσπάθεια του ανθρώπου για την ομορφιά και την τέχνη κι ας πάλευε μέσα από την αδυναμία , τη ματαιότητα, την απελπισία και την άρνηση.
Αφηγηματικές τεχνικές: Δομή
«Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ» είναι ένα εκτενές δοκίμιο , που παρά το αισθητικό με φιλοσοφικές προεκτάσεις θέμα του , είναι ένα διήγημα συναρπαστικό, με ολοκληρωμένη δομή και προχωρημένες αφηγηματικές τεχνικές.
Το αφήγημα ακολουθεί τη χρονολογική σειρά που εξελίσσεται κανονικά, σε φυσικό χρόνο, α) όσο η γλύπτρια ήταν νέα και ανύπαντρη, β) μετά που παντρεύτηκε, γ) μετά το φόνο που διέπραξε , ως και το θανατό της.
Διαρθρώνεται ,δε, στο σχήμα της αντίθεσης :
• χυδαία ζωή, ανάξιος άνθρωπος – σπουδαία αγάλματα θαυμαστής αρμονίας
• ευτυχισμένη ζωή, ισορροπημένος άνθρωπος – κακότεχνες φιγούρες, αδέξιες
• τρελα: απογείωση της διατάραξης – κορύφωση της τέχνης,
που αναδεικνύουν ευρύτερες αντιθέσεις:
• της γυναίκας Μόλναρ- της καλλιτέχνιδας Μόλναρ
• της ζωής του δημιουργού –του έργου του δημιουργού
• της εσωτερικής γαλήνης και πληρότητας– εξωτερικής ανισορροπίας
• της εξωτερικής ευτυχίας- εσωτερικής δυσαρμονίας και ταλάντωσης
• της τελειότητας του έργου –της κουφότητας της σκέψης
• της μυθοποίησης του δημιουργήματος –της απομυθοποίησης του δημιουργού.
Διακρίνουμε έτσι τρεις μεγάλες περιόδους, σαν ξεχωριστά μέρη, που αφορούν μεγάλο κειμενικό χώρο. Ανάλογος είναι και ο χωρισμός των ενοτήτων, εκτός της πρώτης ενότητας που, σε μια πρώτη υποενότητα [«τολμώντας να γράψω…αυτής της νίκης»] αναφέρεται στην περιγραφή του έργου της και σε μια δεύτερη [«Ο δημιουργός…αμίλητα δάχτυλα»] αναφέρεται στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και στην περιγραφή της ζωής της .Η επόμενη ενότητα , μετά την περιληπτική αναδιήγηση του σχολικού εγχειριδίου, αφορά την «δεύτερη πράξη» στη ζωή της : την περίοδο μετά το γάμο, ενώ η τελευταία ενότητα, “η τρίτη πράξη”, αναφέρεται στη δημιουργική της περίοδο μέσα στο φρενοκομείο, έως και το τραγικό της τέλος.
Τα πρόσωπα
Δύο είναι ουσιαστικά τα πρόσωπα που περιγράφονται στο διήγημα. Η κεντρική ηρωίδα, η γλύπτρια Ιζαμπέλα Μόλναρ, και ο αφηγητής που προβάλλεται έμμεσα και συμμετέχει με τον τρόπο του στο μύθο.
Η Ιζαμπέλα Μόλναρ ως γλύπτρια, μυθοποιείται στο διήγημα. Είναι εργατική, ακούραστη, με υπέροχο ταλέντο, με απόλυτη επίγνωση της αξίας της, σίγουρη για το αποτέλεσμα: «τα αγάλματά της ακτινοβολούσαν… την ενσάρκωση της …ανθρώπινης νίκης».
Όλα όμως αυτά είναι η υποδοχή για να ακολουθήσει στην επόμενη ενότητα η περιγραφή της γυναίκας Μόλναρ, που σαφώς αντιδιαστέλλεται προς την καλλιτέχνιδα Μόλναρ. Η μυθοποίηση του δημιουργήματος οδηγεί στην απομυθοποίηση του δημιουργού , σαν σε μια μεταφυσική ισορροπία ολ’ αυτά, μια παγίδα του τύπου :«δεν μπορείς να τα έχεις όλα», ώστε στο τέλος στο πρόσωπο του καλλιτέχνη να δίνονται οι διαστάσεις συμβόλου. Το γεγονός μάλιστα ότι ο καλλιτέχνης αγνοούσε αυτή τη μεταφυσική λειτουργία, την ανάγκη της ανταπόδοσης, τον ελαφρύνει από την ευθύνη, τον τοποθετεί ίσως, στη θέση του τραγικού, που ειδικά για τη Μόλναρ, είναι καίρια θέση. “Όργανο” μιας ανώτερης θέλησης που τακτοποίησε τον κόσμο κατά πως νόμιζε, οδηγείται και κινείται χωρίς “καθόλου συνείδηση της λειτουργίας και της ανταπόδοσης αυτής”.
Η άποψη του κόσμου για τους καλλιτέχνες: Σε αυτό το σημείο ο Χατζής προβάλλει μια κοινότατη άποψη για τους καλλιτέχνες, που ο περισσότερος κόσμος έχει γι ‘αυτούς ,αλλά που μάλλον τη συντηρούν και μόνοι τους. Σε όλους αρέσουν –άλλωστε- οι μύθοι. Πιστεύεται λοιπόν, ότι δήθεν είναι ιδιόρρυθμοι, παράξενοι, απρόσιτοι, ζουν μποέμικη ζωή, αντισυμβατική, έξω από τα συνήθη και τα κοινά μέτρα, και γι’ αυτό άλλωστε μπορούν να έχουν και μια διαφορετική άποψη. Εκεί την καλλιέργησαν, έτσι πέτυχαν να την διαμορφώσουν. Ο συγγραφέας , με επίγνωση ότι απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό, «πρέπει να προφυλάξω τον αναγνώστη μου», λέει ότι η Μόλναρ ήταν έξω από τέτοιου είδους λογικές και κοινές φαντασιώσεις. Στην ουσία όμως και εκείνος έχτισε ένα μύθο, πάνω ακριβώς στην άρνησή του. Μυθοποίησε και απομυθοποίησε το ίδιο πρόσωπο, δίνοντάς του τελικά συμβολικές διαστάσεις.
Η Μόλναρ σαν γυναίκα είναι ευτελής, χωρίς ακρότητες στη συμπεριφορά, που κατά το συγγραφέα θα είχαν ένα μεγαλείο, απλά κοινή και ανόητη γυναικούλα “της σειράς”. Τσακωνότανε ατελείωτα με όλους,αρπαζότανε με το παραμικρό, χωρίς λογική και έλεος, απλά και μόνο για τον τσακωμό και τη φασαρία. Άνθρωπος δεν άντεχε κοντά της κι ούτε κι εκείνη ανεχόταν κανέναν.
Το ίδιο ελλιπή ήταν τα ενδιαφέροντα και η πνευματικότητά της. Άτακτη, κακόγουστη, τσιγγούνα, μίζερη, “τσαπατσούλα”, μια γυναίκα χωρίς κανένα ενδιαφέρον και σκέψεις για τη ζωή, το Θεό, την κοινωνία, την πολιτική, ακόμα και τη θεωρία της τέχνης. Το ίδιο άδειος κι ο συναισθηματικός της κόσμος . Το ίδιο μέτρια και κακή κι η εξωτερική της εμφάνιση. Μικρό, αδύνατο κορμί, κοινότατο κεφάλι., εκτός από τα χείλια που φανέρωναν μια “προσήλωση”, έναν άνθρωπο που ξέρει να παλεύει αυτό που θέλει, σαν γυναίκα όμως, μακριά από κάθε γνωστό σύμβολο ερωτισμού. Στο σύνολό της ένας άνθρωπος κάτω του μετρίου, κακός, ποταπός, ιταμός.
Στη “δεύτερη πράξη” της ζωής της, μετά το γάμο της, η γυναίκα ισορρόπησε. Μαλάκωσε τώρα, φανέρωνε την ευτυχία το πρόσωπό της, ίσως και να ομόρφυνε κιόλας, αλλά η “αόρατη” ισορροπία ανατράπηκε. Όσο η ζωή της Μόλναρ χαρακτηριζόταν από εξωτερική ανισορροπία , στα αγαλματά της έβγαινε γαλήνη και ηρεμία, η τελειότητα που σφραγίζει το έργο του νικητή –δημιουργού, προφανής απόδειξη ότι η ίδια είχε εσωτερική γαλήνη και πληρότητα. Όταν όμως εξωτερικά, ανθρώπινα “κραύγαζε” η ευτυχία, η γυναίκα –δημιουργός, εσωτερικά δεν ισορροπούσε. Ταλαντευόταν, υπέφερε κι αυτή η αγωνία έβγαινε στο έργο της. Διαταρραγμένοι όγκοι, έλλειψη του ιδιαίτερου μέτρου τους, αυτού που “μετριόταν μόνο με τον εαυτό του”, δημιουργίες αδέξιες και κακότεχνες. Η γλύπτρια ήξερε καλά τι συνέβαινε. Έβλεπε το αποτέλεσμα στο έργο της και παρότι ζήτησε επιβεβαίωση για την κακή πορεία της, στην ουσία δεν την χρειαζόταν .
Την αιτία δεν την ήξερε σίγουρα, την ψυχανεμιζόταν ωστόσο, ήταν ο άντρας που ήρθε να βάλει τάξη στη ζωή της και την διατάραξε εντελώς. Γι’αυτό και έξι μήνες μετά από κείνη τη μοιραία συνάντησή της με τον θαυμαστή της, τον σκότωσε, έβαλε τέλος στο μαρτύριό της. Ο τρόπος της δολοφονίας για τους ψυχίατρους θα είχε να πει πολλά. Η μανία που έβγαλε στην πράξη της η γυναίκα έδειχνε καταπίεση κι εκδίκηση για ό,τι είχε στερηθεί. Η ανάγκη για να επιστρέψει στον παλιό τρόπο ζωής, όσο, βέβαια, αυτό ήταν δυνατό τώρα πια, φάνηκε και μέσα στη φυλακή που συνεχίστηκε η περίοδος των καβγάδων και της πλήρους σύγκρουσής της με το περιβάλλον. Η ύπουλη ωστόσο αρρώστια του μυαλού είχε πια γίνει εντελώς ορατή. Ο εγκλεισμός στο φρενοκομείο υπηρετούσε την πρόνοια της κοινωνίας και την τάξη. Έτσι οι πολιτισμένοι κάνουν το καθήκον τους: εγκλωβίζουν σε στενά κελιά όσους δεν μπορούν να καταλάβουν.
Η επαγγελματική διαστροφή του καθηγητή και η πίεση των φίλων, της χορήγησε ένα πρόχειρο παράπηγμα για εργαστήρι. Εκεί μέσα άρχισε πάλι τις μεγάλες, κούρειες μορφές, σε πολλές παραλαγές, τρεις ή τέσσερις , που τις δούλευε όλες μαζί. Ακούραστη, αστείρευτη, με νέα όρεξη, βρήκε ενδιαφέρον και πάλευε. Έμελλε όμως να μην τελειώσει. Η τραγικότητα αυτής της γυναίκας έπρεπε να κορυφωθεί. Μια νέα κορύφωση αυτή τη φορά: η πρώτη αφορούσε τη δουλειά της , η δεύτερη τη μοίρα της. Σε κείνο το παράπηγμα μπήκε η βροχή και τα παρέσυρε όλα. Έλιωσε τα προπλάσματα, ξεκόλλησε τον πηλό. Η αγωνία της γυναίκας ορατή μπροστά της. Έτρεξε , “τα’αγκάλιασε με τα μικρά της χέρια”: η αντίθεση κραυγαλέα: πόσο μικρά χέρια για τόσο μεγάλα έργα, πόσο μικρά χέρια για τόσο μεγάλη καταστροφή!
Ο αφηγητής- θαυμαστής βάζει ταφόπλακα στη μεγάλη γλύπτρια κάτω από κείνα τα ξεσκισμένα αγάλματα στο πρόχειρο παράπηγμα που ολοκληρώνει τη συντριβή της. Έτσι ολοκληρώνει την ιστορία της μαζί με την αναφορά στο έργο της .
Ο αφηγητής φαίνεται πως είναι ο συγγραφέας που, συγκλονισμένος από τη γλύπτρια που γνώριζε ο ίδιος προσωπικά, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη γνωριμία τους, περιγράφει τη ζωή της, τις αδυναμίες της, τις αντιλήψεις του για τη σχέση της τέχνης με τη ζωή και τους ανθρώπους, το από πού –υποχθόνια και αναίτια- μπορεί να ξεχειλίσει αυτό που περιγράφεται ως ύψιστη δημιουργία ενός πηγαίου ταλέντου. Ο ίδιος είναι λογιστής και περιγράφεται ως ερασιτέχνης της γλυπτικής. Η ετυμολογική διαφάνεια του όρου «ερασιτέχνης», η οποία εδώ χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της – σε όλη τη γραμμή- σημασία , επιτρέπει να αντιληφθούμε την προσήλωσή του στις λεπτομέρειες, την εμμονή του στην παρακολούθηση κάθε πλευράς της καλλιτέχνιδας, τις διαδοχικές του αντιδράσεις στη θέα των γλυπτών. Ο συγγραφέας θαυμάζει τη γλύπτρια και το ομολογεί απερίφραστα: “η γυναίκα που’ταν φτασμένη στην κορυφή της τέχνης, …ρώτησε εμένα!”. Υποτιμά τον εαυτό του υπερτιμώντας εκείνην: “ο ερσιτέχνης εγώ, ο ανεύθυνος, ο παρείσακτος…αξιώθηκα να γίνω για λίγο συνένοχός της”
Ωστόσο, στο διήγημα ο αφηγητής εξομολογείται, αυτοαναλύεται, θαυμάζει και πάσχει από την εξέλιξη του μύθου. Και σε αυτό το έργο ο Χατζής συμπάσχει με τους ήρωές του, τους αγκαλιάζει και τους συμπονά, ενώ -σε αυτό ειδικά- κραυγάζει για την τύχη της Μόλναρ, καθώς η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση κάνει ακόμα πιο ρεαλιστική την παρουσίαση, δεδομένου ότι στην ψυχογραφία συνδυάζει την εξωτερική με την εσωτερική οπτική γωνία.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον σημείο είναι το ήθος του αφηγητή: και το ότι στο διήγημα υπάρχει, και ο τρόπος που αυτό παρουσιάζεται. Όταν η γλύπτρια, μετά το γάμο της, του ζητά τη γνώμη του για το πρόσφατο έργο της, αρνείται να πει ψέματα, αλλά δεν τολμά να πει την αλήθεια για να μην την πληγώσει. Η ανάγκη μάλιστα για το τελευταίο είναι πολύ ισχυρή και τον κρατά ακίνητο στη θέση του, αλλά η αταλάντευτη ειλικρίνειά του είναι επίσης βασική και αναγκαία. Θα ήταν, άλλωστε, προσβολή προς εκείνη ένα ψέμα, όσο κι αν αυτό ήταν «κατά συνθήκη», έστω κι να γινόταν για να μην πληγωθεί. Η σκηνή της «βουβής συνεννόησης» είναι κορυφαία στο διήγημα και ίσως η μόνη που δείχνει το βαθμό επικοινωνίας δημιουργού- θαυμαστή. Έως τότε αυτός απλά παρακολουθούσε, σιωπηλός θεατής , τις περισσότερες φορές κι αυτή αυτάρεσκα το χαιρόταν. Μόνο τότε φάνηκε καθαρά πόσο τον υπολόγιζε. Έστειλε και τον φώναξαν για να δει τα έργα της. Είχε εμπιστοσύνη στην ειλικρίνειά του. Αυτό ζητούσε κι αυτή. Η ταραχή του στο δρόμο επιβεβαιώνει τα υψηλά του αισθήματα για κείνη και το ταλέντο της, αλλά υπογράφει και το εξαίρετο ήθος του, την ικανότητά του να ανταποκριθεί «στο βάρος της δικής του ευθύνης», όταν ήξερε ότι ήταν ο μόνος που θα έκανε κριτική σε αυτά .
Είναι φανερό , ωστόσο, ότι όλα όσα ο αφηγητής λέει για την Ιζαμπέλα Μόλναρ, χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα για να τεκμηριώσει τη θέση του, ή για να παρουσιάσει τον προβληματισμό του πάνω στην αναζήτηση του δημιουργού για την αλήθεια του έργου, για την ομορφιά, ή ακόμα και να εκφράσει τη σκέψη του πάνω στις έννοιες της αφοσίωσης, της συνείδησης και της ευθύνης των καλλιτεχνών.
Η τέχνη της γλυπτικής: το έργο της Μόλναρ
Η γλυπτική που περιγράφεται στο διήγημα, είναι η αφηρημένη γλυπτική, την οποία ο θαυμαστής- αφηγητής ονομάζει σαν την «πιο ψηλή τελείωση και δικαίωση της αντίληψής του για την γλυπτική». Το έργο της Μόλναρ περιγράφεται ως άψογο: γυναικείες φιγούρες, ευθυτενείς, σαν αγάλματα της Ολυμπίας, με βαθιές πτυχές στους χιτώνες, αρμονικές , με άρτιες αναλογίες, μέσα στη δυσαναλογία και το προσωπικό τους μέτρο. Η φύση δεν βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με την τέχνη. Η τέχνη δεν την αντιγράφει, δεν είναι αυτός ο στόχος της. Αδιαφορεί για τα δικά της μέτρα , δημιουργεί τις δικές της αναλογίες μέσα από ολοφάνερες –τμηματικά- δυσαναλογίες, τις δικές της αντιστοιχίες, που «αλλάζουν όλα τα μέτρα του φυσικού». Έτσι η αφηρημένη τέχνη έχει δικά της μέτρα, ανεξάρτητα , αυτόνομα από τα συνήθη, από τα γνωστά , από τα «φυσικά» μέτρα. Το ασκημένο μάτι του θαυμαστή έκανε την οξεία παρατήρηση και στη συνέχεια την επιβεβαίωσε με τη μεζούρα. Τα μέρη του σώματος ήταν ψηλότερα, χαμηλότερα, στενότερα, κοντύτερα από το φυσικό, με τέτοιο τρόπο όμως που σαν σύνολο εξέπεμπαν μια θαυμαστή αρμονία. Άρα κάποια μέτρα ασφαλώς και υπήρχαν, ήταν όμως ιδιαίτερα, ξεχωριστά. Αλλωστε ο στόχος της γλύπτριας δεν ήταν να φτιάξει «γυναίκα», αλλά «άγαλμα».
Σε αυτό το σημείο είναι που η αφηρημένη τέχνη συναντάται με την αρχαϊκή . Επιθυμία του γλύπτη είναι να βγάλει στην επιφάνεια τη φόρμα που μοιάζει να υπνώττει μέσα στον όγκο του μαρμάρου, δίνοντας ζωή και κίνηση στις μορφές του, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρεί το απλό περίγραμμα της πέτρας.
Το επισημαίνει ο αφηγητής: τα αγάλματα της Ολυμπίας που του θύμιζαν, ήταν «λίγο πριν από τα κλασικά». Η αναγωγή στα αρχαϊκά αγάλματα των Κούρων περνούσε μέσα και από τη διαδικασία της παραγωγής τους. Η γλύπτρια για κάθε μορφή δημιουργούσε πολλές παραλλαγές παίζοντας με μια ελαφριά κίνηση στα χέρια, στην κίνηση του σώματος, στο κεφάλι, μέχρι που το έργο να περάσει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και στη ζωή. Έμοιαζε έτσι σαν να ακολουθούσε τον ελαφρύ βηματισμό του Κούρου στην προσπάθειά του να φανερώσει κίνηση μετά την αρχική πλήρη ακαμψία και για τη γλύπτρια την προσπάθειά της για τη δική της ύπαρξη μέσα από νέα δημιουργία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι η ίδια θεωρούσε πως οι παραλλαγές της επέτρεπαν να προβάλλει όλες τις μορφές που είχε στο νου, στην ψυχή και στα μάτια της, και που ήταν πολύ δύσκολο να τις βγάλει όλες -με μια φορά- σε ένα μόνο άγαλμα. Όλες οι μορφές ήταν μέσα της κι όλες πίεζαν να βγουν. Γι’ αυτό τρεις ή τέσσερις παραλλαγές κάθε φορά.
Η μυθοποίηση του έργου της γλύπτριας κορυφώνεται ωστόσο, όταν γίνεται λόγος για την αίσθηση: για την εντύπωση που έκαναν, για αυτό που άφηναν στο πέρασμά τους. Τα αγάλματα ήταν γαλήνια, μορφές συμφιλιωμένες, δημιουργήματα ανθρώπου που κατέκτησε τη ζωή, δεν την άφησε να τον διαβρώσει και να τον συντρίψει.
Τελικά, το νόημα της γλυπτικής από το έργο της Μόλναρ, που χρησιμοποιείται σαν ενδεικτικό παράδειγμα, είναι πως ο καλλιτέχνης αέναα αναζητεί νέες μορφές για να εκφραστεί, ψάχνει τρόπους που να μην έχουν χρησιμοποιήσει άλλοι, πειραματίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα, σε άλλες φόρμες. Τότε το έργο του χαρακτηρίζεται από αφοσίωση, τότε έχει συνείδηση της αποστολής και της ευθύνης του. Όλα αυτά όμως δυστυχώς, συχνά σφραγίζονται από απελπισία, αδυναμία, ανισορροπία, πρόσκαιρη ή μόνιμη τρέλα. Το κόστος της Μόλναρ ήταν να μην ηρεμεί πουθενά : “ασίγαστη, ανημέρευτη η προσπάθειά της για την ομορφιά και την τέχνη”.
Αισθητική αποτίμηση: γλώσσα- ύφος
Η γραφή και σε αυτό το διήγημα του Δ. Χατζή είναι ρεαλιστική, σχεδόν σκληρή, στην περιγραφή της προσωπικότητας και του χαρακτήρα της ηρωίδας , προκειμένου εύλογα να τον αντιδιαστείλει προς την τελειότητα του έργου της. Ο ίδιος ρεαλισμός και στην περιγραφή του φονικού , όπως και στην τελευταία ενότητα Η προσέγγισή του , ωστόσο, στη Μόλναρ είναι ανθρώπινη. Στέκεται με σεβασμό μπροστά στον άνθρωπο που θαυμάζει και νιώθει την τραγικότητα , τη μοίρα που τον σημαδεύει.
Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι ευρηματική καθώς πετυχαίνει να δώσει την ψυχογραφία της ηρωίδας με το συνδυασμό της εξωτερικής και της εσωτερικής οπτικής γωνίας. Ο κατεξοχήν διάλογος στο διήγημα ελλείπει εντελώς. Υπάρχει μόνο εσωτερικός μονόλογος κι εκείνος αφορά τον αφηγητή. Έτσι παρουσιάζεται η Μόλναρ από τη μια μεριά και από την άλλη ο κόσμος όλος.
Τραγική επίσης και κορυφαία σε όλο το διήγημα είναι η σκηνή της περιγραφής της γλύπτριας, που τρελή πια, βλέπει τα τελευταία της έργα να διαλύονται από τη βροχή κι ορμά να τα περισώσει κι όταν δεν το πετυχαίνει, τα ξεσκίζει μόνη της, σαν την ανάγκη της προσωπικής της συμβολής στο γκρέμισμα και στη συντριβή.
Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης κάνει η ικανότητα του συγγραφέα στην περιγραφή των έργων της τέχνης, περιγραφή που χρειάζεται , εκτός από ειδικές γνώσεις κι ένα ασκημένο μάτι, και ιδιαίτερες ικανότητες στο χειρισμό του λόγου.
Από την άλλη, η γλώσσα του διηγήματος, ενώ διατηρεί τα βασικά γνωρίσματα της επιμελημένης γλώσσας του συγγραφέα, της άψογης γλώσσας του σχολείου, για να θυμηθούμε τον Κοτζιά , είναι απόλυτα συνταιριασμένη με το αισθητικό περιεχόμενο. Πρόκειται ουσιαστικά για εξειδικευμένη καλλιτεχνική γλώσσα, με όρους αισθητικούς και δοκιμιακούς.
Γενική αποτίμηση
Το “Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ” είναι κείμενο καταγραφής του προβληματισμού του Δημήτρη Χατζή για την τέχνη. Μέσα από την παρατήρηση του δημιουργού και του έργου του ο συγγραφέας εκφράζει τις προσωπικές του σκέψεις κι αντιλήψεις για τη σχέση του έργου με το δημιουργό του, για το εσωτερικό πάλεμα, αυτού που παλεύει να βγει προς τα έξω , να μορφοποιηθεί, να βρει τρόπο έκφρασης και τη μορφή που τελικά αυτό το κονταροχτύπημα παίρνει στον ίδιο τον άνθρωπο που το γεννά: το τι αυτός βγάζει, σαν προσωπικότητα πια, προς τα έξω.
Άλλος άνθρωπος ο καλλιτέχνης όταν πλάθει, ζωγραφίζει ή γράφει, άλλος όταν κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Σαν ο πρώτος να είναι απλά ο φορέας της εσωτερικότητάς του: αυτού που κλείνει μέσα του, αυτού που ο κόσμος λέει “ταλέντο”, λειτουργώντας απλά ως όργανό του. Ή έτσι, πιο απλά και πιο σίγουρα , να τον βλέπουμε εμείς: οι άλλοι, “οι κανονικοί”…
Ο αφηγητής- θαυμαστής –συγγραφέας ξεκινάει από την παρουσίαση μια προσωπικής περίπτωσης [ όπως το συνηθίζει , άλλωστε, -το είδαμε και στον “Σιούλα τον ταμπάκο” - αφού τα κείμενά του έχουν μήνυμα και στόχο] για να αναχθεί στο γενικό συμπέρασμα “για την ασίγαστη, την ανημέρευτη προσπάθεια του ανθρώπου για την ομορφιά, την τέχνη , την ευτυχία, μέσα από την αδυναμία, την ματαιότητα, την απελπισία , την άρνηση”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου