Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.
Ενότητες
Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρχούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφορά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατάστασης και καταγγέλλοντας τα.
Συμβολισμοί
Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
από τις παρακάτω επιλογές:
Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
«Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτελούν τα σύμβολα της συμφοράς.
Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέλεσμα της ανεργίας.
Τεχνική του ποιήματος
Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσωτερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.
Κεντρικό μήνυμα
Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμφορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν αποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.
Απάντηση
Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.
2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Απάντηση
Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.
(Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
(Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)
Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβάνει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.
«Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερβαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
( Κ. Μπαλάσκας)
Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική και ηδονική χροιά.
Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκεκριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».
«Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.
Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».
Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.
Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.
Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφορία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγγραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
( Δ. Καραμβλής)
Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυτής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρακισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνικός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολιτική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.
Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».
Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέτει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.
Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέφευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ειρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.
Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.
Επιλογικά
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινωνικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτική των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
Πηγή: giouliblog.blogspot.com
Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Στόχος (1970). Αυτή αποτελεί την τελευταία συλλογή του ποιητή και αποτελείται από
πολιτικώς τολμηρά ποιήματα, με στόχο την ανάληψη αντιστασιακής δράσης και την ενεργοποίηση, αφύπνιση του λαού στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στα Δεκαοχτώ Κείμενα, που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων κατά της δικτατορίας.
Ενότητες
Το ποίημα είναι δυνατό να διακριθεί σε τρεις ενότητες:
α ενότητα («Στην οδό Αιγύπτου ... που περνούνε» [στ. 1-4]): κυριαρχούν οι προσδιορισμοί του χώρου και του χρόνου.
β ενότητα («Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους» [στ. 5-12]): κυριαρχεί η αναφορά στα «παιδιά».
γ ενότητα(«Προς το παρόν ... των Ελλήνων» [στ. 13-19]): λειτουργεί η επαναφορά στο χώρο της α' ενότητας, αποκαλύπτοντας ο ποιητής τα αίτια της νέας κατάστασης και καταγγέλλοντας τα.
Συμβολισμοί
Η σκηνοθεσία των συμβολισμών στο ποίημα παρουσιάζεται μέσα
από τις παρακάτω επιλογές:
Η «Θεσσαλονίκη» είναι η Ελλάδα.
«Τράπεζα Συναλλαγών» είναι η συναλλαγή, το ξεπούλημα.
Οι λέξεις «βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί» αποτελούν τα σύμβολα της συμφοράς.
Οι «θωρακισμένοι στρατιώτες» αναφέρονται στη στρατιωτική δικτατορία, που είχε επιβληθεί στη χώρα (1967-1974).
Τέλος με τις λέξεις «πρακτορεία μεταναστεύσεως» εννοείται το μεταναστευτικό ρεύμα ως αποτέλεσμα της ανεργίας.
Τεχνική του ποιήματος
Στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα και η τεχνική συνδέονται στενά. Κυριαρχεί ο ρυθμός της καθημερινής κουβέντας, ελάχιστες είναι οι ασυνήθιστες λέξεις, ενώ απουσιάζουν οι παρομοιώσεις ή άλλα στοιχεία που στολίζουν το λόγο. Ο στίχος είναι λιτός. Δεν υπάρχει μέτρο και ομοιοκαταληξία, παρά μόνο ένας ρυθμός εσωτερικός που δραματοποιεί ανάγλυφα την κατάσταση στην Ελλάδα του 1969 μ.Χ. Ο ποιητής μιμείται το καβαφικό ύφος, ενυπάρχει μια διάχυτη ειρωνεία, σαρκασμός, αγανάκτηση και οργή για την κατάσταση που επικρατεί. Ο λόγος είναι σαφής, απλός, ειλικρινής και διατυπωμένος με παρρησία.
Κεντρικό μήνυμα
Η αποκάλυψη και η καταγγελία της δικτατορίας, ως αιτίας για τις συμφορές που έπλητταν τον ελληνικό λαό. Η σύγκριση με το παρελθόν αποδεικνύει το τέλμα και την απουσία ανέλιξης της χώρας.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα [το παρόν και το παρελθόν) με επίκεντρο την οδό Αιγύπτου. Το επίπεδο νου παρόντος διαγράφεσαι πιο ρητά, ενώ το επίπεδο του παρελθόντος συνάγεται έμμεσα κατά τη διαδρομή του ποιήματος. Με βάση τους υπαινιγμούς που γίνονται και τις αναθέσεις προς το παρόν, προσπαθήστε να ανασυνθέσετε την εικόνα νου παρελθόντος.
Απάντηση
Το παρελθόν, στο οποίο έμμεσα αναφέρεται ο ποιητής, σχετίζεται με τη μετακατοχική περίοδο και τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια. Φανταζόμαστε τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πια λόγω των πολλών τροχοφόρων που τους διασχίζουν.
Οι μικρές μονοκατοικίες της γειτονιάς έχουν δώσει τη θέση τους σε μέγαρα πολυώροφα. Υπάρχουν τράπεζες, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μετανάστευσης, που δεν υπήρχαν παλιότερα. Τα παιδιά μπορούσαν να γελάσουν, να ψιθυρίσουν μυστικά, να εμπιστευθούν. Μεγάλωναν με τα αισιόδοξα λόγια του πατέρα και την ελπίδα ότι θα γνωρίσουν καλύτερες μέρες.
2. Το ποίημα κινείται επίσης σε δύο νοηματικά επίπεδα. Το πρώτο διακρίνεται εύκολα με μια πρώτη ανάγνωση. Ποιο είναι το δεύτερο στο οποίο στοχεύει το ποίημα;
Απάντηση
Στο ποίημα λειτουργούν δύο χρονικά αλλά και νοηματικά επίπεδα. Συγκρίνεται το παρελθόν με το παρόν, η Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή με τη Θεσσαλονίκη του 1969, τη Θεσσαλονίκη του παρόντος. Στο επίκεντρο βρίσκεται η οδός Αιγύπτου, η οποία φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά.
Τα πολυώροφα κτίρια, που σηματοδοτούν ένα απρόσωπο τρόπο ζωής, η συναλλαγή και το ξεπούλημα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, και ειδικότερα, και ειδικότερα το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, η θλίψη, η ανελευθερία και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις συμφορές που έπληξαν στο παρελθόν, αλλά και θα συνεχίσουν να ταλανίζουν το λαό ( με την επιβολή δικτατορίας ) , αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης του 1969, της Ελλάδας γενικότερα του 1969. Μα η ελπίδα δε χάνεται, υπάρχει η πεποίθηση ότι στο μέλλον κάποια στιγμή η αλυσίδα της δυστυχίας θα πάρει τέλος και με αυτή την προοπτική κι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους και τα παιδιά «των παιδιών των παιδιών τους». Άλλωστε μ’ αυτό το έργο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές. Προς το παρόν, ο ποιητής αρκείται στην καταγγελία της συναλλαγής, της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μετανάστευσης και ελπίζει ότι η Ελλάδα « με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες» θα αντιδράσει σε όλους όσοι σμιλεύουν το μίζερο παρόν της.
(Αυτά είναι στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά σχόλια)
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι (τουλάχιστον όσον εκ πρώτης όψεως φαίνεται) απαισιόδοξη. «Στο βάθος του ορίζοντα της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος» και ότι «περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα, των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του».
(Απόσπασμα από τις απόψεις του Ν. Βαγενά για τον Αναγνωστάκη)
Το ποίημα είναι από τη συλλογή Ο στόχος που πρωτοεκδόθηκε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη {Τα ποιήματα, 1941-1971), τα περισσότερα όμως ποιήματα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στα Δεκαοχτώ κείμενα, την ομαδική έκδοση που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1970 και στάθηκε μια πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων ενάντια στη δικτατορία.
Η συλλογή, που θεωρείται η πιο «πολιτική» του Αναγνωστάκη, περιλαμβάνει 12 ποιήματα, ένα είδος προλόγου και έναν επίλογο.
«Ο τόνος είναι υψωμένος γενικά, σχεδόν οργισμένος, παρόλο που δεν υπερβαίνει το κουβεντιαστό όριο. Άλλοτε γίνεται δηκτικός και σαρκαστικός, άλλοτε μελαγχολικός και βαθιά πικραμένος, αλλά πάντα μονότροπος. πεζολογικός, ακόμα αντιποιητικός, προσγειωμένος».
( Κ. Μπαλάσκας)
Ο τίτλος του ποιήματος άμεσα παραπέμπει στον Καβάφη, ο οποίος χρησιμοποιεί το Μέρες και κάποια χρονολογία σε πέντε ποιήματα του. Τα ποιήματα αυτά είναι: Μέρες του 1903. Μέρες του 1896. Μέρες του 1901. Μέρες του 1909, ΙΟκαι 11, Μέρες του 1908.
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρωνίτη η χρησιμοποίηση του Καβαφικού αυτού τίτλου πέρα από το γεγονός ότι δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ημερολογιακού τύπου εγγραφές, αποτελεί και μια ειρωνική αντίθεση του πολιτικού ποιήματος του Αναγνωστάκη με τα ερωτικά του Καβάφη, υποβάλλοντας ότι οι Μέρες του Αναγνωστάκη δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν καμιά ερωτική και ηδονική χροιά.
Η τοπική ένδειξη «Θεσσαλονίκη» επίσης παραπέμπει στον Καβάφη (Μύ-ρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.). Όμως είναι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο ποιητής.
Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας τοποθετεί σ' έναν ακόμα πιο συγκεκριμένο χώρο από τη γενική ένδειξη του τίτλου «Θεσσαλονίκη».
«Στην οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά». Η οδός Αιγύπτου υπάρχει σε άλλα δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη. Στο ποίημα Ο πόλεμος από τη συλλογή Εποχές, γραμμένη στα 1941-1944, διαβάζουμε:
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά)
τα κορίτσια κοκκαλιασμένα περιμένανε απ' ώρα τον
Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα
Επίσης στο ποίημα Όταν αποχαιρέτησα... από τη συλλογή Η συνέχεια 2, διαβάζουμε τους στίχους:
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη. ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Αυτή η επίμονη αναφορά στη συγκεκριμένη οδό σημαίνει πως υπήρξε κάτι ιδιαίτερο για τον ποιητή. Πιθανόν εκεί να έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οπωσδήποτε είναι χώρος πολύ οικείος, από τον οποίο έχει πολλές αναμνήσεις, αλλά και χώρος γνωστός στο «τώρα», το 1969 που γράφεται το ποίημα.
Τον τοπικό προσδιορισμό ακολουθεί στο δεύτερο στίχο ένας χρονικός: «Τώρα». Το ίδιο επίρρημα θα επαναληφθεί λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δεν γελούν...» Και προς το τέλος του ποιήματος θα χρησιμοποιηθεί μια συνώνυμη φράση: «Προς το παρόν». Ο χρόνος λοιπόν του ποιήματος είναι το «τώρα», το «παρόν», το 1969, όπως δηλώνει ο τίτλος του ποιήματος.
Όμως το ποίημα δεν κινείται μόνο στο παρόν. Ξεκινά απ' αυτό αλλά με την τεχνική του flash-back, με αναδρομές, μας γυρίζει στο παρελθόν. Ούτε και σ' αυτό βέβαια μένει.
Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Μετά το «τώρα» του δεύτερου στίχου ακολουθεί στον τέταρτο η φράση «και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια...»
Ο ίδιος σχεδόν στίχος, όπως και λίγο πριν «η οδός Αιγύπτου», βρίσκεται και σε άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη. Στη συλλογή Εποχές 2 στο ποίημα «VI», διαβάζουμε:
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε
χωρίς κανένα κίνδυνο από τα τόσα κάρα που περνούνε.
Ο Δ. Μαρωνίτης ονομάζει αυτή τη μέθοδο «διακειμενικές αυτοαναφορές». ενώ τη χρήση στίχων ή φράσεων άλλων ποιητών, οι οποίες επίσης υπάρχουν στο συγκεκριμένο ποίημα, «διακειμενικές ετεροαναφορές».
Παρόμοια δήλωση θα γίνει λίγο πιο κάτω: «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται». Αυτό το «πια» μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε, έστω κι αν δεν δηλώνεται, πως κάποτε μπορούσαν να παίξουν, να γελούν, να ψιθυρίζουν μυστικά, να εμπιστεύονται.
Όμως το παρελθόν δεν είναι μόνο υπονοούμενο. Υπάρχουν και πιο σαφείς δηλώσεις του. Αυτές είναι: «Ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», «ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε», «θυμούνται τα λόγια του πατέρα».
Μένει τώρα να προσδιορίσουμε χρονικά αυτό το παρελθόν. Σε ποια εποχή αναφέρεται ο ποιητής; Ξεκινώντας από το τώρα. το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο (1969), έχοντας υπόψη ότι τα παιδιά (εκείνα που έπαιζαν, γελούσαν κλπ) μεγάλωσαν, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια παιδιά και μάλιστα «όσα επιζήσαν» που θυμούνται τα λόγια του πατέρα και επομένως το παρελθόν, στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής, δεν ξεπερνά τη μια γενιά, δηλαδή τα 20-30 χρόνια. Βρισκόμαστε επομένως στη δραματική δεκαετία 1940-1950 τη γεμάτη από γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την Ελλάδα: Πόλεμος. Κατοχή, Αντίσταση. Εμφύλιος.
Τους χρονικούς προσδιορισμούς και μετατοπίσεις του ποιήματος (παρόν -παρελθόν - παρόν αλλά και μια υποδήλωση μέλλοντος, «ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»), παρακολουθούν οι περιγραφές του χώρου, οι τοπικοί προσδιορισμοί. Για το τώρα η αναφορά είναι πολύ σαφής: Στην οδό Αιγύπτου υπάρχει τώρα η Τράπεζα Συναλλαγών, τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως, στοιχεία που αναφέρονται δύο φορές μέσα στο ποίημα, στην αρχή και στο τέλος, με την ίδια ακριβώς σειρά.
Τι υπήρχε πριν εκεί δεν μας λέει ο ποιητής. Μας δίνει μόνο την πληροφορία ότι «τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα», πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε μπορούσαν, άρα κάποτε δεν υπήρχαν τόσα τροχοφόρα και τα παιδιά μπορούσαν άνετα να παίξουν στο δρόμο.
Η αναφορά στα παιδιά, που ανάμεσα τους πολύ πιθανόν υπήρξε και ο συγγραφέας, αφού μας περιγράφει έναν οικείο χώρο, οδηγεί τη σκέψη σ' ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Αναγνωστάκη που είναι οι φίλοι που εμφανίζονται στο έργο του και που «άλλοτε σημαίνουν τους ομοϊδεάτες και συναγωνιστές τον, αυτούς που κοινοί αγώνες και προβλήματα τους έδεσαν και τους ένωσαν, όταν μια ανάσα χώριζε τη ζωή από το θάνατο κι άλλοτε πάλι η ποίηση του γίνεται πλατύτερη και αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους»
( Δ. Καραμβλής)
Όμως η ύπαρξη πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν παίζουν πια τα παιδιά. Τα παιδιά εκείνα μεγάλωσαν και δεν γελούν πια (όπως τότε), δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται (όπως τότε). Ένα συναίσθημα μελαγχολίας και καχυποψίας χαρακτηρίζει τώρα τους ανθρώπους που κάποτε έπαιζαν ξέγνοιαστα και γελούσαν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια μόνο η ωριμότητα της ηλικίας. Οι επόμενοι στίχοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την αιτία αυτής της αλλαγής. Ανάμεσα στην παιδική τους ηλικία και στην ωριμότητα έχουν μεσολαβήσει συνταραχτικά γεγονότα. Κάποιοι από εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδάκια έχουν πεθάνει («όσα επιζήσαν», λέει ο ποιητής), γιατί στο μεταξύ ήρθανε «πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες». Η ποιητική
έκφραση άμεσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική δέηση από την ακολουθία του Εσπερινού, όταν ζητούμε από τον Θεό να μας προφυλάξει «από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, μύρτου, χαλάζης, επιδρομής αλλοφύλων, εμφυλίου πολέμου και αιφνίδιου θανάτου». Ο ποιητής αναφέρεται σ' όλες τις ιστορικές περιπέτειες του Νέου Ελληνισμού και τα δεινά που επεσώρευσαν στον τόπο. Ειδικότερα με το «θωρακισμένοι στρατιώτες» ο ποιητής υπαινίσσεται τη στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, που κατέλυσε τη Δημοκρατία και τις συνταγματικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Μέσα σ' αυτό το πικρό «τώρα», μέσα σ' αυτό το παρόν, όπου χώρος και άνθρωποι όχι μόνο έχουν αλλάξει αλλά και η μεταξύ τους σχέση έχει διαφοροποιηθεί ως το σημείο της αλλοτρίωσης, η μελαγχολία των μεγάλων, των αλλοτινών παιδιών που ωρίμασαν, εντείνεται και από ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Καθώς θυμούνται τα λόγια του πατέρα «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», πράγμα που δεν έγινε, το στοιχείο της διάψευσης υπεισέρχεται στο ποίημα. Το «δεν έχει σημασία» προσδίνει και μια πικρή ειρωνεία γιατί ασφαλώς και έχει σημασία το να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Μια ειρωνεία που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο καθώς οι ίδιοι που διαψεύστηκαν θα εξακολουθούν να λένε τα ίδια στα δικά τους παιδιά εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Όμως η διάψευση δεν αφορά μόνο το «τώρα», την παρούσα γενιά, τη γενιά του ποιητή. Πάει και προς τα πίσω. Για να λέει ο πατέρας «εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες», σημαίνει πως ούτε ο πατέρας είχε γνωρίσει τις καλύτερες μέρες στις οποίες είχε ελπίσει. Αλλά και η γενιά του πατέρα ποια ήταν; Αν πάμε ακόμα μια γενιά πίσω θα βρεθούμε πάλι σε «πλημμύρες, καταποντισμούς, σεισμούς, θωρακισμένους στρατιώτες». Είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος, ο Εθνικός διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, δικτατορίες.
Τι σημαίνει όμως «καλύτερες μέρες»; Για ποιες «καλύτερες μέρες» μιλά, τις οποίες δεν γνώρισε ούτε ο πατέρας, ούτε ο ίδιος; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για το πολιτικό όραμα για το οποίο ο ποιητής αγωνίστηκε, για το όραμα ενός κόσμου ειρηνικού, του κόσμου της κοινωνικής δικαιοσύνης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συναδέλφωσης. Εκτός από την ίδια την πολιτική του ένταξη και δράση και άλλοι στίχοι του αναφέρονται σ' αυτό το όραμα.
Στο ποίημα Χάρης 1944 από τη συλλογή Εποχές, διαβάζουμε;
Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα
τις ώρες μας.
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε
φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Οι επόμενοι στίχοι («ελπίζοντας... των παιδιών τους») υποβάλλουν ένα διφορούμενο συναίσθημα. Από τη μια είναι η ελπίδα, όπως ρητά δηλώνεται, πως κάποτε θα σταματήσει το κακό. πως κάποτε θα 'ρθουν οι καλύτερες μέρες. Ταυτόχρονα όμως αφήνεται να εισχωρήσει η αμφιβολία αν αυτό θα γίνει, κάποτε. αφού ο ποιητής το μεταθέτει σ" ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφού, όπως λέει αλλού, «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».
Φτάνουμε έτσι στο τελευταίο μέρος του ποιήματος. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν, μας τοποθετεί και πάλι στην οδό Αιγύπτου και επαναλαμβάνει τα χτίρια που περισσότερο τη χαρακτηρίζουν: Τράπεζα συναλλαγών, τουριστικά γραφεία, πρακτορεία μεταναστεύσεως. Τώρα όμως, με την επανάληψη σε διάφορα πρόσωπα των δύο ρημάτων «συναλλάσσονται» και «μεταναστεύω» προσθέτει και το νέο τρόπο ζωής που τα χτίρια αυτά υποδηλούν. Είναι μια ζωή συναλλαγής, τουριστικοποίησης και μετανάστευσης. Και οι τρεις έννοιες είναι φορτισμένες με αρνητικές σημασίες. Ο κόσμος της συναλλαγής είναι ταυτόχρονα ο κόσμος της εμπορευματοποίησης των πάντων. Άμεσα ανακαλεί στη σκέψη ανέντιμες συναλλαγές, συμβιβασμούς, αγοραπωλησίες, πολύ πιο πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, συμβιβασμούς και συναλλαγές σε πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. Και ο τουρισμός και η μετανάστευση είναι εξίσου δηλωτικά μιας υποβάθμισης της ζωής, μιας έκπτωσης εθνικής, μιας ταπείνωσης.
Με λίγες αλλά καίριες λέξεις ο ποιητής ζωγραφίζει την κοινωνία του καταναλωτισμού, την κοινωνία στην οποία υπάρχει μια επίφαση ευημερίας, ενώ υποκρύπτεται η έκπτωση των αξιών, το ξεπούλημα των πάντων για το κέρδος, η αλλοτρίωση.
Όλη την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του ο ποιητής συνοψίζει με ένα στίχο, δάνειο από τον Σεφέρη, γιατί ίσως δεν βρίσκει τίποτε πιο δυνατό και πιο καίριο που μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Είναι στίχος από το ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. και που κατά τον Δ. Μαρωνίτη πιθανόν να είναι και έκφραση δυσφορίας του Αναγνωστάκη, αν το «ταξιδέψω» συνδυαστεί με το προηγούμενο «μεταναστεύω», για τη μετανάστευση πολλών πολιτικών και άλλων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτοί διέφευγαν από έναν προβληματικό πάτριο χώρο και ύστερα τον νοσταλγούσαν. Σύμφωνα μ' αυτήν την ερμηνεία ο σεφερικός στίχος προσλαμβάνει και μια ειρωνική απόχρωση, προπάντων αν συνδυαστεί με τη σαφώς ειρωνική διάθεση του επόμενου στίχου: «Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες». Τα «ωραία νησιά» ήταν γεμάτα από πολιτικούς εξόριστους.
Τα «ωραία γραφεία» είναι τα γραφεία της συναλλαγής και της μετανάστευσης αλλά και τα γραφεία της στυγνής δικτατορίας.
Οι «ωραίες εκκλησίες» είναι η επίφαση της γνήσιας θρησκευτικότητας, μια και εκπρόσωποι της εκκλησίας όχι μόνο δεν αντέδρασαν στη δικτατορία αλλά συχνά συνεργάστηκαν.
Αυτή λοιπόν είναι τι Ελλάδα που πληγώνει τον ποιητή. Με μια χαρακτηριστική φράση της δικτατορίας «Η Ελλάς των Ελλήνων» κατά παράλειψη της λέξης «Χριστιανών»" ο Αναγνωστάκης συνοψίζει την πίκρα, την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία του, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει ως πνευματικός άνθρωπος, με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, το κατάντημα της Ελλάδας κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Η οδός Αιγύπτου απ' την οποία ξεκίνησε το ποίημα του έχει διευρυνθεί. Ήδη ο τίτλος του ποιήματος μας παρέπεμψε σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Το τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε όλη την Ελλάδα.
Επιλογικά
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδος. Η ποίηση του έχει τη σφραγίδα της αυθεντικής καταγραφής και μαρτυρίας των γεγονότων που συνετάραξαν τη χώρα μας από το 1944 μέχρι και τα δίσεκτα έτη της Απριλιανής δικτατορίας. Πρόκειται για μια ποίηση βιωματική αλλά και για μια απεγνωσμένη κραυγή διαμαρτυρίας. Τα ποιήματα του αποπνέουν το εξαίσιο εκείνο μύρο των κοινωνικών αγώνων αλλά και της αγάπης προς τον καθόλου άνθρωπο, καθώς και το προσωπικό του ύφος και μέσα από τον ελεύθερο στίχο στοχεύει αφενός σε μιαν επανατοποθέτηση του ιστορικού/πολιτικού γίγνεσθαι και αφετέρου στην κριτική των πολιτικών και κοινωνικών δομών της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδος, μια και οι στίχοι του λειτουργούν σαν μνημόσυνα πεθαμένων πια ιδανικών και συναξάρια λησμονημένων μαρτύρων».
Πηγή: giouliblog.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου